- μεγαλάμφοδος
- μεγαλάμφοδος, -ον (Α)αυτός που έχει ευρύχωρους δρόμους.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + ἄμφοδος «μεγάλη οδός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλάμφοδος — with spacious ways masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλαμφόδου — μεγαλάμφοδος with spacious ways masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek